εκσβέννυμι

εκσβέννυμι
ἐκσβέννυμι (AM)
1. σβήνω τελείως, αποσβήνω
2. ξεραίνομαι, στερεύω
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεσβηκώς αυτός που έχει ξεραθεί εντελώς, που έχει στερέψει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”